- οικοδομητικός
- η , ό[ν] созидательный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οικοδομητικός — οἰκοδομητικός, ή, όν (Α) [οικοδομητός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε οικοδόμηση ή ο κατάλληλος για οικοδόμηση 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ οἰκοδομητική (ενν. τέχνη) η αρχιτεκτονική … Dictionary of Greek
οἰκοδομητικόν — οἰκοδομητικός fitted for building masc acc sg οἰκοδομητικός fitted for building neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομητικοῦ — οἰκοδομητικός fitted for building masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομητική — οἰκοδομητικός fitted for building fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)